- τεκτονικός
- -ή, -ό / τεκτονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τέκτων, -ονος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργόνεοελλ.1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός σεισμός»)2. το θηλ. ως ουσ. η τεκτονικήγεωλ. κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη τής παραμόρφωσης τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής Γης και με τις δυνάμεις που δημιουργούν αυτήν την παραμόρφωση και, ιδιαίτερα, με τη θεωρία τών πλακών η οποία διατυπώθηκε με σκοπό τη διεύρυνση και τη σύνθεση τής γνώσης για τη μετατόπιση τών ηπείρων και την υπόθεση τής διάνοιξης τού θαλάσσιου πυθμένα3. φρ. α) «τεκτονική παραμόρφωση»γεωλ. η διάρρηξη και κάμψη τών πετρωμάτων όταν αυτά υπόκεινται σε διάφορες τάσεις, διεργασία που είναι αποτέλεσμα τής ανύψωσης τών ορέων, τής ανάπτυξης νησιωτικών τόξων και τής δημιουργίας ρηξιγενών κοιλάδωνβ) «τεκτονική πλάκα»γεωλ. η λιθοσφαιρική πλάκα (βλ. λιθοσφαφικός)γ) «τεκτονική πλακών»γεωλ. θεωρία που ασχολείται με τη δυναμική τού εξώτερου κελύφους τής Γης, τής λιθόσφαιρας, θεωρία που αποτελεί το κυρίαρχο σήμερα δόγμα τών γεωλογικών και γεωγραφικών επιστημών και σύμφωνα με την οποία η λιθόσφαιρα αποτελείται από δώδεκα μεγάλα και μερικά μικρότερα τμήματα, τις λεγόμενες πλάκες, οι οποίες κινούνται η μία σε σχέση με τις άλλες και συγκλίνουν ή αποκλίνουν μεταξύ τους, ασκώντας αμοιβαίες επιδράσεις, που είναι η κύρια αιτία τής υφαιστειακής και σεισμικής δραστηριότητας τής Γης και προκαλώντας κατά τη μετακίνησή τους τη γένεση τών ορέων εκεί όπου συγκρούονται, τη δημιουργία τών ωκεανών εκεί όπου απομακρύνονται μεταξύ τους, και την ταυτόχρονη μετατόπιση τών ηπείρων, οι οποίες βρίσκονται στη ράχη τών πλακών, με αποτέλεσμα τις συνεχείς αλλαγές στη γεωγραφία τού πλανήτηδ) «τεκτονική ενότητα»γεωλ. ακολουθία στρωμάτων με κοινά στρωματογραφικά και λιθολογικά χαρακτηριστικά η οποία επιτρέπει τη γεωλογική αναπαράσταση χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν η παράλληλη διάταξή της σε σχέση με άλλες ενότητες, από παλαιογεωγραφική και τεκτονική άποψη, όπως απαιτείται στον καθορισμό τής ισοπικής ζώνηςε) «παγκόσμια τεκτονική»γεωλ. η τεκτονική τών πλακώνστ) «τεκτονικός σεισμός»γεωλ. εδαφική διατάραξη που παράγεται από την έκλυση ενέργειας ελαστικής παραμόρφωσης κατά τη βίαιη διάρρηξη μαζών πετρωμάτων, κυρίως όμως από την τριβή που αναπτύσσεται κατά την ολίσθηση τών ρηξιγενών τραχειών και ανώμαλων επιφανειών τών πετρωμάτωνζ) «ηπειρογενετικός τεκτονικός σεισμός»γεωλ. τεκτονικός σεισμός που εμφανίζεται στις γεωλογικά σταθερές περιοχές τών ηπείρων οι οποίες όμως σήμερα υφίστανται ανοδικές ή καθοδικές ηπειρογενετικές κινήσειςη) «ορογενετικός τεκτονικός σεισμός»γεωλ. τεκτονικός σεισμός που εμφανίζεται σε περιοχές ορογένεσης με έντονη γεωλογική δραστηριότηταθ) «τεκτονικό κάλυμμα»γεωλ. βλ. κάλυμμαι) «τεκτονικό κέρας» και «τεκτονική τάφρος»γεωλ. επιμήκη ρηξιγενή τεμάχη τού στερεού φλοιού τής γης τα οποία έχουν ανυψωθεί και χαμηλώσει αντίστοιχα, σε σχέση με τη γύρω τους περιοχή, ως άμεσο αποτέλεσμα ρηξιγενών διεργασιώνια) «τεκτονικό παράθυρο»γεωλ. άνοιγμα που δημιουργείται από τη διάβρωση ενός τεκτονικού καλύμματος και αποκαλύπτει στην επιφάνεια ένα τμήμα τού υποβάθρουιβ) «τεκτονικό ράκος»γεωλ. αποκομμένο, λόγω διάβρωσης, τέμαχος τεκτονικού καλύμματος το οποίο περιβάλλεται από τα νεώτερα υποκείμενα πετρώματαιγ) «τεκτονικός χάρτης»γεωλ. συνήθως τοπικών ή ηπειρωτικών διαστάσεων χαρτογραφική απεικόνιση τών κύριων τεκτονικών δομών μιας περιοχήςιδ) «τεκτονική στοά»i) η βασική οργανωτική μονάδα τού τεκτονισμούii) ο χώρος στον οποίο συνέρχονται και κάνουν τις τελετές τους τα μέλη τής οργάνωσης αυτήςαρχ.1. ο έμπειρος στην ξυλουργική2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τεκτονικόςεπιδέξιος ξυλουργός3. το θηλ. ως ουσ.η τέχνη τού ξυλουργού4. το ουδ. ως ουσ. τὰ τεκτονικάοι γνώσεις ξυλουργικής.
Dictionary of Greek. 2013.